ετερόδοντα

ετερόδοντα
τα
1. τα οδοντοφόρα σπονδυλόζωα που έχουν ανόμοια δόντια (κοπτήρες, τραπεζίτες, κυνόδοντες)
2. τάξη δίθυρων μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodonta < νεολατ. heter (πρβλ. ετερο-*) + -odonta (πρβλ. οδούς, οδόντος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”